- ἀπαγορεύσεων
- ἀπαγορεύσεω̆ν , ἀπαγόρευσιςprohibitionfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek
υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek